- ροπαλία
- η, Νζωολ. σύμπλοκο αισθητήριο όργανο στις παρυφές τού σκιαδίου τών τραχυμεδουσών, τών ναρκομεδουσών και ορισμένων σκυφοζώων, το οποίο φέρει μια στατοκύστη, ένα οσφρητικό βοθρίο, ένα νευρικό γάγγλιο και ένα οφθαλμίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhopalia (< ροπάλιον < ρόπαλον)].
Dictionary of Greek. 2013.